στεγανοποίηση

στεγανοποίηση
η, Ν [στεγανοποιώ]
1. το να καθίσταται στεγανό κάτι
2. μτφ. δημιουργία στεγανών, πλήρως απομονωμένων τμημάτων ή ομάδων σε υπηρεσίες ή οργανισμούς, ώστε να μη διαρρέει καμία πληροφορία προς τα έξω και να μη γνωρίζει τίποτε γι' αυτά η κοινή γνώμη αλλά ούτε και το υπόλοιπο προσωπικό τών αντίστοιχων υπηρεσιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ηχομόνωση — η ηχητική μόνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sound proofing < sound «ήχος» + proofing «στεγανοποίηση»] …   Dictionary of Greek

  • κηρομάρμαρος — κηρομάρμαρος, ὁ (Μ) συγκολλητική ουσία που χρησιμοποιείται για στεγανοποίηση υδραγωγών αρδευτικών σωλήνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + μάρμαρος (< μάρμαρον), πρβλ. καλλι μάρμαρος, πολυ μάρμαρος] …   Dictionary of Greek

  • φλάντζα — Εξάρτημα στεγανότητας που εφαρμόζεται μεταξύ μεταλλικών επιφανειών ώστε να εμποδίζεται η διαρροή των ρευστών. Λέγεται και παρέβυσμα. Για φ. χρησιμοποιούνται διάφορα ευκολοπροσάρμοστα υλικά, ανάλογα με τις πιέσεις και τις θερμοκρασίες λειτουργίας… …   Dictionary of Greek

  • παρονίτης — Υλικό στεγανοποίησης που παράγεται με συμπίεση μείγματος ασβέστου, φυσικού ελαστικού και κονιοποιημένων συστατικών. Προσφέρεται σε μορφή φύλλων και χρησιμοποιείται στη στεγανοποίηση συνδέσμων που λειτουργούν στα ακόλουθα μέσα: νερό και ατμός με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”